- βῆχα
- βήξcoughmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βῆχ' — βῆχα , βήξ cough masc/fem acc sg βῆχε , βήξ cough masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… … Dictionary of Greek
βηχικός — βηχικός, ή, όν (Α) 1. όποιος υποφέρει από βήχα 2. κατάλληλος για ανακούφιση από τον βήχα … Dictionary of Greek
βηχώδης — βηχώδης, ες (Α) [βηξ( χός)]·1. εκείνος που βήχει 2. εκείνος που συνοδεύεται από βήχα ή προκαλεί βήχα … Dictionary of Greek
εμφύσημα — Aφύσικη παρουσία αέρα μέσα στους ιστούς ή στις κοιλότητες του σώματος. Εξαιτίας παθολογικών επικοινωνιών μεταξύ των αεροφόρων οδών και των γύρω ιστών, μπορεί να διεισδύσει αέρας στον υποδόριο ιστό του θωρακικού τοιχώματος (υποδόριο ε.) ή στους… … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
κοκκυτοειδής — [κοκκύτης] ιατρ. χαρακτηρισμός παροξυσμικού βήχα που μοιάζει με τον βήχα τού κοκκύτη … Dictionary of Greek
βήχω — έβηξα 1. έχω βήχα: Άρπαξα κρυολόγημα και βήχω συνεχώς. 2. μιμούμαι το βήχα: Έβηξε διακριτικά για να κάνει αισθητή την παρουσία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τολού — Ν φρ. «βάλσαμο Τολού» χημ. καστανόχρωμο υγρό βάλσαμο που παράγεται από την ποικιλία δένδρου Μyroxylon balsamum var. toluiferum τού γένους μυρόξυλο και χρησιμοποιείται τόσο στην αρωματοποιία όσο και στη φαρμακευτική ως συστατικό στα σιρόπια και… … Dictionary of Greek